- λατρευτικῶς
- λατρευτικόςservileadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λατρευτικός — ή, ό (AM λατρευτικός, ή, όν) [λατρεύω] νεοελλ. μσν. αυτός που αναφέρεται στη λατρεία, ιδίως στη θρησκευτική λατρεία αρχ. αυτός που αναφέρεται στην υπηρεσία, που υπηρετεί, υπηρετικός. επίρρ... λατρευτικώς και ά (Μ λατρευτικῶς) με λατρεία, με… … Dictionary of Greek